μυθοπλαστία

μυθοπλαστία
η
1) сочинение, написание басен, сказок; мифотворчество; 2) см. μυθομανία; 3) басня, сказка (тж. перен. ); небылица; выдумка, ложь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μυθοπλαστία" в других словарях:

  • μυθοπλαστία — μυθοπλαστία, η και μυθοπλασία, η η επινόηση μύθων, η μυθοποιία: Ταινίες μυθοπλασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυθοπλαστία — και μυθοπλασία, η (ΑΜ μυθοπλαστία) η ενέργεια τού μυθοπλαστώ, η επινόηση μύθων, η μυθοποιία νεοελλ. 1. ιατρ. η παρουσίαση καθαρά φανταστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα μια μυθιστορηματική εκδοχή τους, η οποία έχει παθολογική σημασία στο πλαίσιο τής …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλασία — η βλ. μυθοπλαστία …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθοπλαστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμ. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»